νιτρώδεις

νιτρώδεις
νιτρώδης
like
masc/fem acc pl
νιτρώδης
like
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναερόβιοι οργανισμοί — Οργανισμοί που κατορθώνουν να μεγαλώνουν παρά την απουσία ελεύθερου οξυγόνου. Ορισμένα βακτήρια έχουν την ικανότητα να παρουσιάζουν αναπνευστικό μεταβολισμό κάτω από εντελώς αναερόβιες συνθήκες, χρησιμοποιώντας θειικές και νιτρικές ενώσεις, καθώς …   Dictionary of Greek

  • αμυλεστέρες — Ονομασία εστέρων των αμυλικών αλκοολών, σπουδαιότεροι από τους οποίους είναι ο οξικός α. και ο ισαμυλεστέρας.Είναι οι εστέρες του οξικού οξέος και των αντίστοιχων αμυλικών αλκοολών. Ο πρώτος έχει σημείο βρασμού 149,2°C και πυκνότητα 0,875gr/cm3… …   Dictionary of Greek

  • νιτρώδης — ες (Α νιτρώδης, ῶδες) [νίτρον] αυτός που περιέχει νίτρο ή νιτρικό οξύ σε αφθονία νεοελλ. 1. χαρακτηρισμός τών αλάτων και τών εστέρων τού νιτρώδους οξέος 2. φρ. α) «νιτρώδεις ατμοί» χημ. αέριο μίγμα που αποτελείται από οξείδια τού αζώτου και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”